- πρωτολογίᾳ
- πρωτολογίαι , πρωτολογίαright of speaking firstfem nom/voc plπρωτολογίᾱͅ , πρωτολογίαright of speaking firstfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτολογία — πρωτολογίᾱ , πρωτολογία right of speaking first fem nom/voc/acc dual πρωτολογίᾱ , πρωτολογία right of speaking first fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτολογία — ἡ, Α [πρωτολόγος]·1. το δικαίωμα κάποιου να μιλήσει πρώτος σε δικαστήριο 2. το δικαίωμα προσαγωγής συνηγόρου, ο οποίος έχει το δικαίωμα να μιλήσει πρώτος … Dictionary of Greek
πρωτολογίας — πρωτολογίᾱς , πρωτολογία right of speaking first fem acc pl πρωτολογίᾱς , πρωτολογία right of speaking first fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτολογίαν — πρωτολογίᾱν , πρωτολογία right of speaking first fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτολογίαις — πρωτολογία right of speaking first fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
первоословие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. πρωτολογία) первые слова; начало речи. … … Словарь церковнославянского языка
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
πρωτολογικός — ή όν, Μ [πρωτολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτολογία ή στον πρωτολόγο. επίρρ... πρωτολογικῶς Μ ως πρωτολόγος … Dictionary of Greek